«Το ψάρεμα πρέπει να 'ναι πολύ βαρετό», είπε μια ευγενική γυναίκα, η οποία καταλάβαινε τόσα όσα καταλαβαίνουν όλες οι ευγενικές γυναίκες.
«Αν ήταν βαρετό δεν θα το έκανα», είπε το μικρό κορίτσι με τα σγουρά μαλλιά και τα πόδια γαζέλας και με την ατάραχη σοβαρότητα του ψαρά πήρε το ψάρι απο το αγκίστρι και το χτύπησε με δύναμη πάνω σε μια πέτρα.

Το νερό ξάπλωνε λουσμένο στο φως και τρεμόπαιζε, ο αέρας μύριζε λιβάδι και σήψη και από το ξενοδοχείο έρχονταν ήχοι πιρουνιών και πιάτων.
Το ψάρι χόρεψε έναν σύντομο πρωτότυπο χορό -σαν αυτούς που χορεύουν οι πρωτόγονοι λαοί -και πέθανε.
Το κορίτσι συνέχισε να ψαρεύει με την μεγάλη ατάραχη σοβαρότητα του ψαρά.

«Δεν θα επιτρέψω ποτέ στην κόρη μου να κάνει κάτι τόσο βάρβαρο», είπε μια άλλη καλή κυρία που καθόταν κοντά, η οποία καταλάβαινε τόσα όσα καταλαβαίνουν όλες οι καλές κυρίες.
Το κορίτσι πήρε το ψάρι απο το αγκίστρι και το πέταξε με δύναμη στο έδαφος, κοντά στα πόδια της κυρίας.
Το ψάρι πήδηξε μια φορά και έπεσε νεκρό. Δεν χόρεψε καν, έφυγε χωρίς πολλά.
«Το καημένο το ψαράκι», είπε η καλή κυρία.

Στο πρόσωπο του βάρβαρου παιδιού υπήρχε μια βαθιά ομορφιά και μια μέλλουσα ψυχή, ενώ το πρόσωπο της καλής κυρίας ήταν ταλαιπωρημένο και χλωμό. Δεν θα δώσει ποτέ πια χαρά, φώς και ζεστασιά, σε κανέναν. Γι' αυτό ένιωθε με τα ψάρια.
Και όμως νάτο! Πηδάει μια φορά και πέφτει νεκρό. Ένας απλός θάνατος...

Το κορίτσι συνεχίζει να ψαρεύει με την μεγάλη ατάραχη σοβαρότητα του ψαρά.
Είναι πανέμορφο με τα μεγάλα, επίμονα μάτια του, τα σγουρά μαλλιά του και τα πόδια γαζέλας.
Ίσως κάποτε να λυπηθεί κι αυτό το ψάρι και να πει, «δεν θα επιτρέψω ποτέ στην κόρη μου να κάνει κάτι τόσο βάρβαρο»
Αλλά αυτές οι τρυφερές κινήσεις ψυχής φυτρώνουν μόνο στον τάφο νεκρών ονείρων.
Γι' αυτό ψάρευε μικρό κορίτσι.... ψάρευε όσο ακόμα μπορείς.
Άνα Ζουμάνη-Ελλεβόρα